σφεντόνα

σφεντόνα
η, Ν
βλ. σφενδόνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφεντόνα — σφεντόνα, η βλ. σφενδόνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… …   Dictionary of Greek

  • σφενδονίζω — ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν [σφενδόνη] ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα νεοελλ. ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω μσν. παθ. σφενδονίζομαι στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῡ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.) …   Dictionary of Greek

  • σφενδόνηση — η / σφενδόνησις, ήσεως, ΝΑ [σφενδονῶ] βολή λίθων με τη σφεντόνα ή με άλλο μέσο, χτύπημα με σφεντόνα …   Dictionary of Greek

  • σφεντονιά — η, Ν [σφεντόνα] βολή ή χτύπημα με σφεντόνα …   Dictionary of Greek

  • απαρτώ — ἀπαρτῶ ( άω) (Α) [αρτώ] 1. εξαρτώ, κρεμώ 2. στραγγαλίζω, απαγχονίζω 3. αποσπώ, αποχωρίζω 4. μτφ. εξαρτώ κάτι από κάπου 5. (αμτβ. ενεργ.) φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ 6. (για πέτρα σε σφεντόνα) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι ελεύθερα 7. (για λόγους)… …   Dictionary of Greek

  • διασφενδονίζω — και διασφενδονῶ ( άω) (Α) 1. διασκορπίζω κάτι τινάζοντας το σαν με σφεντόνα 2. διαμελίζω («διεσφενδόνησεν αὐτόν, ὀρθίων δένδρων εἰς ταὐτὸ καμφθέντων, ἑκατέρῳ» τόν διαμέλισε αφού έδεσε τα μέλη του στις κορφές δύο λυγισμένων δένδρων) …   Dictionary of Greek

  • διασφενδόνηση — η 1. ρίψη βλήματος με σφεντόνα 2. τρόπος διαμελισμού καταδίκου που γίνεται με πρόσδεση τών ποδιών του σε δύο λυγισμένα δένδρα που αφήνονται απότομα …   Dictionary of Greek

  • διχάλα — η και διχάλι, το (AM διχάλα) νεοελλ. 1. κάθε αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, με δύο σκέλη 2. παιδικό παιχνίδι με διχαλωτό σχήμα, σφεντόνα, λάστιχο 3. το γεωργικό εργαλείο δίκρανο 4. το σχήμα που σχηματίζει το κόκαλο τής ωμοπλάτης αρχ. η γωνία που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”